- μακροσκοινίζω
- μετ.1) привязывать на длинную верёвку; 2) затягивать, задерживать; откладывать в долгий ящик (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακροσκοινίζω — 1. απλώνω μακρύ σχοινί 2. μτφ. παρατείνω κάτι επί πολύ, αναβάλλω, βραδύνω, αργοπορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σκοινίζω (< σκοινί)] … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek